Η προπόνηση που περιλαμβάνει αιφνίδιες και μικρής διάρκειας ασκήσεις, όπως είναι το σπριντ, είναι πολύ πιο ευεργετική για το καρδιαγγειακό σύστημα από αυτές που διαρκούν πολύ και χαρακτηρίζονται από μικρή ένταση, όπως είναι ο μαραθώνιος.
Ειδικοί από το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Σκοτίας, ανακάλυψαν μετά από έρευνα πως η απόσταση, ο χρόνος και οι θερμίδες που απαιτούνται στο σπριντ είναι πολύ λιγότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες παραμέτρους στους δρόμους αντοχής, για να επιφέρουν τα ίδια οφέλη για στο καρδιαγγειακό σύστημα.
«Οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν την κυριότερη αιτία θανάτων στον κόσμοκαι οι σχετικοί παράγοντες κινδύνου έχουν την προέλευσή τους στην παιδικήηλικία. Η νέα έρευνα αναδεικνύει τα οφέλη για τους νέους από τη σύντομη καιέντονη άσκηση, σε σχέση με την παραδοσιακή άσκηση αντοχής», δήλωσε ο Duncan Buchan, υπεύθυνος της μελέτης.
Οι ερευνητές έθεσαν στο μικροσκόπιο τους 57 μαθητές, αγόρια και κορίτσια, τα οποία τα χώρισαν σε δύο ομάδες. Ακολούθως, του ανέθεσαν να κάνουν επί επτά εβδομάδες να κάνουν προπόνηση είτε με έντονες (σπριντ), είτε με ήπιες ασκήσεις (αντοχής).
Τα μέλη της πρώτηςομάδας έκαναν περιοδικές σειρές σπριντ 20 μέτρων για 20 δευτερόλεπτα, ενώ τηςδεύτερης ομάδας έτρεχαν επί 20 συνεχόμενα λεπτά. Μέχρι την ολοκλήρωση των δοκιμασιών, οι συμμετέχοντες στην πρώτη ομάδα είχαν ασκηθεί για περίπου 63 λεπτά, ενώ στηδεύτερη ομάδα είχαν τρέξει επί 420 λεπτά.
Μετά την ανάλυση των στοιχείων που έκαναν οι ειδικοί φάνηκε πως και οι δύο ομάδες είχαν μειώσει εξίσου τους παράγοντες κινδύνου για την καρδιά(καρδιοαναπνευστική ικανότητα, πίεση αίματος, ινσουλινο-αντίσταση κ.ά.), όμως ηομάδα των σπρίντερ είχε πετύχει το ίδιο ευεργετικό αποτέλεσμα, με μόλις τοένα έκτο περίπου του χρόνου και της προσπάθειας που χρειάστηκε να καταβάλουν οιδρομείς αντοχής.
Οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σύντομη αλλά έντονη άσκηση, όπως οι δρόμοι ταχύτητας, αποτελούν ένα αποτελεσματικό μέσο βελτίωσης της υγείας του καρδιαγγειακού συστήματος ήδη από την εφηβική ηλικία, με παράλληληεξοικονόμηση χρόνου.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση American Journal of Human Biology.
Επιμέλεια: Γιάννης Δεβετζόγλου, gdevetzoglou@dolnet.gr
Πηγή: http://ygeia.tanea.gr